- υδατ(ο)-
- ΝΜΑβλ. ύδωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕδατ' — ὕδατα , ὕδωρ water neut nom/voc/acc pl ὕδατι , ὕδωρ water neut dat sg ὕδατε , ὕδωρ water neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
εφυδάτιος — ἐφυδάτιος, η, ον (ΑΜ) αυτός που βρίσκεται, που ζει στο νερό («Νύμφη εφυδατίη», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑδάτ ιος (< ὕδωρ, ατος)] … Dictionary of Greek
κασσιτέρινος — η, ο (AM κασσιτέρινος, η, ον, Α και καττιτέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από κασσίτερο, από καλάι, καλάινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ινος (πρβλ. αδαμάντ ινος, υδάτ ινος)] … Dictionary of Greek
κληματίδα — Βλ. λ. αγράμπελη. * * * η (AM κληματίς, ίδος) 1. μικρός κλάδος κλήματος αμπέλου, κληματόβεργα, κληματσίδα 2. κάθε φυτό κληματώδες και αναρριχητικό, όπως η άμπελος, ο κισσός, το αγιόκλημα κ.λπ. νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… … Dictionary of Greek
κληματόεις — κληματόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος κλήματα, δηλ. κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆμα, ατος + επίθημα όεις (πρβλ. αιματ όεις, υδατ όεις)] … Dictionary of Greek
λιμηρός — (I) λιμηρός, ά όν (Α) πειναλέος, αυτός που προκαλεί πείνα («πρέπει λιμηρὸν ἔρωτα μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾷ», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. ηρός (πρβλ. μελετ ηρός, υδατ ηρός)]. (II) λιμηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός πού έχει καλό… … Dictionary of Greek
υδατοηλεκτρικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υδατοηλεκτρολυτική ισορροπία» φυσιολ. ισορροπία που προκύπτει από τη ρύθμιση και την ορθή κατανομή τού νερού και τών ηλεκτρολυτών στον οργανισμό και ειδικότερα στον ενδοκυττάριο και στον εξωκυττάριο χώρο β) «υδατοηλεκτρολυτικές… … Dictionary of Greek
χρωμάτινος — ίνη, ον, Μ χρωματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + κατάλ. ινος (πρβλ. δερμάτ ινος, ὑδάτ ινος)] … Dictionary of Greek
hydatism — Med. (ˈhaɪdətɪz(ə)m, ˈhɪd ) [ad. Gr. ὑδατισµ ός, f. *ὑδατίζειν to be watery, f. ὑδατ water. Cf. F. hydatisme.] A sound produced by motion of effused fluid in a cavity of the body. in Chambers Cycl. Supp. in Craig. in Mayne Expos. Lex … Useful english dictionary